συναπορρήγνυμι

συναπορρήγνυμι
ΜΑ
συναποσπῶ*
αρχ.
μέσ. συναπορρήγνυμαι
εκδιώκομαι με βίαιο τρόπο («συναπορρήγνυνται δὲ καὶ οἱ τούτῳ μᾱλλον τῶν ἄλλων ἀρχιερέων φιλούμενοι», Γρηγ
Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀπορρήγνυμι «αποκόπτω, αποσπώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συναπερρωγότα — συναπορρήγνυμι break perf part act neut nom/voc/acc pl συναπορρήγνυμι break perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναπορραγῆναι — συναπορρήγνυμι break aor inf pass συναπορρᾱγῆναι , συναπορρήγνυμι break aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναπορραγῇ — συναπορρήγνυμι break aor subj pass 3rd sg συναπορρᾱγῇ , συναπορρήγνυμι break aor subj pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναπορρῆξαι — συναπορρήγνυμι break aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναπορρήγνυνται — συναπορρήγνυμι break pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναπορρήγνυσθαι — συναπορρήγνυμι break pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναπορρήγνυται — συναπορρήγνυμι break pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναπέρρηξαν — συναπορρήγνυμι break aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναπέρρηξε — συναπορρήγνυμι break aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”