συναπερρωγότα — συναπορρήγνυμι break perf part act neut nom/voc/acc pl συναπορρήγνυμι break perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναπορραγῆναι — συναπορρήγνυμι break aor inf pass συναπορρᾱγῆναι , συναπορρήγνυμι break aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναπορραγῇ — συναπορρήγνυμι break aor subj pass 3rd sg συναπορρᾱγῇ , συναπορρήγνυμι break aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναπορρῆξαι — συναπορρήγνυμι break aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναπορρήγνυνται — συναπορρήγνυμι break pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναπορρήγνυσθαι — συναπορρήγνυμι break pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναπορρήγνυται — συναπορρήγνυμι break pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναπέρρηξαν — συναπορρήγνυμι break aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναπέρρηξε — συναπορρήγνυμι break aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)